- καθυφαίνω
- καθυφαίνω (AM)ενυφαίνω, παρεμβάλλω, υφαίνω κάτι μαζί με κάτι άλλομσν.συναρμολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑφαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκαθυφαίνω — Α συνυφαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθυφαίνω «συνυφαίνω, παρεμβάλλω»] … Dictionary of Greek
υφαίνω — ὑφαίνω, ΝΜΑ, και φαίνω Ν, και επικ. τ. ὑφάω Α συμπλέκω νήματα με τον υφαντικό ιστό προκειμένου να κατασκευάσω ύφασμα (α. «τήν πήραν και τήν βάλανε στον αργαλειό να υφάνει», δημ. τραγούδι β. «καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῡσα, πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις», Ομ … Dictionary of Greek
ԸՆԴԵԼՈՒԶԱՆԵՄ — (ուզի, զեալ.) NBH 1 0770 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c ն. καθυφαίνω connecto, contexo ἑμπλήκω implico συνείρω, ἁγείρω colligo եւն. Ագուցանել ընդ միմեանս կամ ʼի մի շար. յեռուլ. յերիւրել. հիւսել. յարել. շարունակել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)